Σελίδες

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

 ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΑΣΚΕΤ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ; ΗΤΑΝ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ;


Με αφορμή τα όσα γράφτηκαν από παλαιούς παίκτες και προπονητές για τους Έλληνες παίκτες της Εθνικής μας ομάδας μπάσκετ, οφείλω να τους υπερασπιστώ, δεδομένου ότι είναι προφανές ότι έχουν πολύ μεγαλύτερες ικανότητες από ότι οι αντίστοιχοι παίκτες στο παρελθόν, σε πολλά διαφορετικά πεδία και είναι αθλητικότεροι ως επί το πλείστον από ότι οι παλιότεροι.

Θα ήταν παράδοξο να υποστηρίξουμε το αντίθετο, δεδομένου ότι η τεχνολογική υποστήριξη και οι τεχνικές γύμνασης έχουν βελτιωθεί σημαντικά και είναι εξειδικευμένες και τα προπονητικά προγράμματα είναι πληρέστερα ως προς το παρελθόν, ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος, ο επαγγελματισμός είναι απόλυτος και το πληθυσμιακό δείγμα από το οποίο προέρχονται οι αθλητές είναι πολύ μεγαλύτερο και με μεγαλύτερα σωματικά προσόντα (παλαιότερα παίκτες 2 μέτρων έπαιζαν σέντερ φορ, τώρα ακόμη ψηλότεροι μπορούν να παίξουν σε όλες τις θέσεις).

Αυτό που ενδεχομένως διαφέρει είναι ότι οι σημερινοί έχουν να αντιμετωπίσουν ομάδες με περισσότερους εν ενεργεία παίκτες του NBA από όσους παίκτες έχουμε σήμερα εμείς στο δυναμικό μας, ενώ στο παρελθόν οι ισορροπίες ήταν διαφορετικές. Και βέβαια ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγαλύτερος τόσο σε παίκτες όσο και σε ομάδες.
Οι περισσότερες ομάδες παλαιότερα είχαν ισότιμα ανταγωνιστικά rosters. Και εάν κερδίσαμε τις ΗΠΑ στην Σαϊτάμα, αυτό ήταν κάτι το πρωτοφανές με τις ευνοϊκότερες για εμάς συνθήκες, που δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε και ως καθοριστικό στοιχείο για να εξάγουμε γενικευμένα συμπεράσματα για το σήμερα.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΓΕΝΕΑΚΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ (GENERATION BIAS)

Το φαινόμενο της γενεακής προκατάληψης (generation bias) είναι συναφές με την τάση των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων να θεωρούν συχνά και να επικρίνουν τις νεότερες γενιές ότι είναι λιγότερο ικανές, ηθικές ή πειθαρχημένες σε σύγκριση με τη δική τους γενιά.

Αυτή η στάση πηγάζει από την νοσταλγία για το παρελθόν και την τάση των ανθρώπων να εξιδανικεύουν την εποχή στην οποία μεγάλωσαν. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται διαχρονικά και είναι γνωστό από την αρχαιότητα, όπου πολλές φορές οι μεγαλύτεροι θεωρούσαν ότι οι νέοι της εποχής τους δεν έχουν τις ίδιες αξίες ή ικανότητες.

Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει μελετηθεί ψυχολογικά και μπορεί να εντάσσεται σε διάφορα ψυχολογικά πλαίσια, όπως η θεωρία κοινωνικής σύγκρισης (social comparison theory) ή η ηλικιακή προκατάληψη (age bias).

Η θεωρία της ηλικιακής προκατάληψης (Age Bias ή Ageism) αναφέρεται στα στερεότυπα, τις διακρίσεις και τις αρνητικές στάσεις που διαμορφώνονται με βάση την ηλικία ενός ατόμου. Ο όρος Ageism, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γερίατρο Robert Butler το 1969, για να περιγράψει τις προκαταλήψεις εναντίον των ηλικιωμένων, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται γενικότερα για να περιγράψει διακρίσεις που σχετίζονται με την ηλικία, είτε πρόκειται για νεότερους είτε για μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους.

1. Βασικά Στοιχεία της Θεωρίας της Ηλικιακής Προκατάληψης είναι τα στερεότυπα και οι προκατειλημμένες αντιλήψεις που γενικευμένα προβάλλουν μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ως προς τους νέους, όταν υπερτονίζουν την απειρία τους, την ανωριμότητά τους, την επιπολαιότητά τους, τις ικανότητές τους να κάνουν μία δουλειά τόσο καλά όσο οι παλαιότεροι, ενώ αντίθετα από την πλευρά των νεότερων ηλικιών οι παλαιότεροι μπορεί να θεωρούνται γενικευμένα ως αργοί, ξεπερασμένοι, χωρίς δημιουργικότητα και δυναμισμό και γενικά ως λιγότερο ικανοί.

2. Η ηλικιακή προκατάληψη εκδηλώνεται με τη μορφή διακρίσεων σε διάφορους τομείς, όπως στον εργασιακό χώρο, στην υγειονομική περίθαλψη ή στην κοινωνική ζωή στον αθλητισμό κλπ. Για παράδειγμα, ένας εργοδότης μπορεί να απορρίψει έναν υποψήφιο για μια θέση εργασίας λόγω της ηλικίας του, είτε είναι πολύ νέος είτε πολύ μεγάλος, θεωρώντας ότι δεν θα είναι το ίδιο αποδοτικός.

3. Η ηλικιακή προκατάληψη μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τα άτομα όσο και για την κοινωνία συνολικά. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ηλικιακές διακρίσεις μπορεί να βιώνουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, καθώς και μειωμένες ευκαιρίες στην εργασία και στην κοινωνική ζωή.

4. Εκτός από τις εξωτερικές διακρίσεις, οι άνθρωποι μπορεί να εσωτερικεύσουν τις ηλικιακές προκαταλήψεις (εσωτερικευμένος Ageism) και να αρχίσουν να αποδέχονται τα αρνητικά στερεότυπα για τη δική τους ηλικιακή ομάδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυτοπεριοριστικές συμπεριφορές και στην αποδοχή της ιδέας ότι δεν είναι ικανοί ή χρήσιμοι λόγω της ηλικίας τους.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ

Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης (Social Comparison Theory) υποστηρίχθηκε από τον ψυχολόγο Leon Festinger το 1954 και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιολογούν τον εαυτό τους, τις ικανότητές τους και τις απόψεις τους συγκρίνοντάς τες με εκείνες των άλλων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη τάση να συγκρίνονται με τους άλλους, προκειμένου να αξιολογήσουν και να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους.

Ως βασικές πτυχές της Θεωρίας Κοινωνικής Σύγκρισης εξετάζονται η αυτο-αξιολόγηση, η ανοδική/καθοδική σύγκριση, η αβεβαιότητα και η σύγκριση κοινωνικών ομάδων.

1. Η Αυτο-αξιολόγηση γίνεται όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις κοινωνικές συγκρίσεις για να αξιολογήσουν τις δικές τους ικανότητες, επιδόσεις και απόψεις. Αυτές οι συγκρίσεις γίνονται κυρίως ως προς άτομα που κινούνται στα ίδια πεδία και προσομοιάζουν μεταξύ τους.

2. Η ανοδική σύγκριση γίνεται όταν κάποιος συγκρίνει τοιν εαυτό του με άτομα που θεωρεί ανώτερα ή πιο επιτυχημένα από τον ίδιο, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για βελτίωση του αλλά και να προκαλέσει απογοήτευση και κατάθλιψη ως προς τις λιγότερες ικανότητες και τα επιτεύγματα τα δικά του.

3. Η καθοδική σύγκριση γίνεται όταν κάποιος συγκρίνει τον εαυτό του με άτομα που θεωρεί κατώτερα ή λιγότερο επιτυχημένα, κάτι που μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση του αλλά και να τον οδηγήσει σε στασιμότητα.

4. Σύγκριση ως προς τις κοινωνικές ομάδες παρατηρείται όταν διαμορφώνεται η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη από τα μέλη μίας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, συγκρινόμενα με μέλη άλλων ομάδων επιλεκτικά, για συγκεκριμένου ενδιαφέροντος ζητήματα.

5. Οι άνθρωποι τείνουν να καταφεύγουν σε κοινωνικές συγκρίσεις όταν νιώθουν αβεβαιότητα για τις ικανότητές τους ή για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ

Εάν δεν έχει συμβεί κάποια κατακλυσμιαία αλλαγή στις κοινωνίες και στο περιβάλλον τους και υπάρχει συνέχεια στην κοινωνική ζωή, είναι ντετερμινιστικό, (στατιστικά και ως γενικός κανόνας - πάντα θα υπάρχουν εξαιρέσεις), κάθε νεότερη γενιά να είναι ικανότερη από την προηγούμενη, σε πολλά και διαφορετικά πεδία τα οποία να συνεχίζουν βέβαια να είναι κοινωνικά χρήσιμα.

ΣΗΜ: π.χ. σίγουρα ένας νέος που δεν ξέρει τι θα πει όργωμα μπορεί να μην είναι αποτελεσματικός με το υνί και το βουβάλι όπως ένας παλαιότερος, θα το κάνει όμως καλύτερα με το τρακτέρ, που δεν θα μπορεί να το οδηγήσει το ίδιο επιδέξια ένας παλαιότερος.

Εάν τώρα οι παλαιότεροι μεμφόμαστε τους νεότερους για έλλειμμα ικανοτήτων στα ίδια πεδία ενασχόλησης, τότε θα πρέπει να προβληματισθούμε και για την δική μας συνεισφορά (πέραν των άλλων εξελίξεων που έχουν συμβεί) γιατί δεν διδάξαμε τους νεότερους αποτελεσματικά, με βάση τις δικές μας καλύτερες ικανότητες (καθ ημάς) .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου