ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η κοινωνική
πολιτική είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό της χώρας μας, σε όλες τις πτυχές
της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. Με την διαμεσολάβηση
του κράτους κοινωνικής ευημερίας ενισχύεται η κοινωνική πρόνοια, η κοινωνική
αλληλεγγύη και η καθώς και η κοινωνική συναίνεση, παράγοντες που είναι
αναγκαίοι περισσότερο από ποτέ σήμερα στη χώρα μας για την αντιμετώπιση των
επαχθών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης.
Η κοινωνική
πολιτική και το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τους την κοινωνική
ευημερία , δηλαδή τη βελτίωση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και την δημιουργία
συναινετικών κοινωνικών συνθηκών, σε συνδυασμό με ελεγκτικούς εξισορροπιστικούς
μηχανισμούς των τάσεων αυτονόμησης της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς. Δηλαδή
μία σωστά δομημένη κοινωνική πολιτική, εγγυάται τις συνθήκες κοινωνικής συνοχής
και ισορροπίας εντός των οποίων η οικονομία της ελεύθερης αγοράς γίνεται
περισσότερο αποτελεσματική. Όμως, μία τέτοια πολιτική, που να προβάλει
οικονομική ανάπτυξη και κοινωνικό χαρακτήρα ταυτόχρονα, εμφανίζει μία εγγενή
αντίφαση. Ενώ αποσκοπεί στο να βελτιώσει την καθημερινή ζωή των πολιτών,
αναδιανέμοντας «κοινωνικά αγαθά» για κοινωνική ευημερία, την ίδια στιγμή
οργανώνει και εγγυάται τη διευρυμένη αναπαραγωγή των ανταγωνιστικών σχέσεων
εκμετάλλευσης της ελεύθερης οικονομίας.
Η
κοινωνική πολιτική πρέπει να περιλαμβάνει δύο ομάδες δραστηριοτήτων:
α) Παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, όπως η κοινωνική
ασφάλιση, η υγεία, η κοινωνική πρόνοια, η εκπαίδευση, η στέγαση. Αυτές μπορεί
να εκφράζονται σε χρήμα, (π.χ.
συντάξεις κλπ) και σε είδος, δωρεάν ή με συμβολική τιμή (π.χ. Δωρεάν
παιδεία, Εθνικό Σύστημα Υγείας κλπ.).
β) Νομοθετικές ρυθμίσεις ατομικών/ ιδιωτικών δραστηριοτήτων που αφορούν άμεσα συνθήκες ζωής και δημόσια
αγαθά (π.χ. περιβάλλον, επιχειρηματικές δραστηριότητες, ατομικές συμπεριφορές).
Παραδείγματα οι περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της βιομηχανίας και των
επιχειρήσεων, οι πολεοδομικοί
κανονισμοί, η νομοθεσία περί υποχρεωτικής βασικής εκπαίδευσης, η εργατική
νομοθεσία, κλπ.
Η χρηματοδότηση του
κοινωνικού κράτους
Η
χρηματοδότηση της κοινωνικής μέριμνας ενός κράτους κοινωνικής ευημερίας γίνεται
με την εκμετάλλεσυη των παρακάτω πηγών χρηματοδότησης:
α) Φορολογία: επιφορτίζεται με το
μεγαλύτερο μέρος χρηματοδότησης σε όλες τις χώρες, με την άμεση φορολογία στα
εισοδήματα, αλλά και την έμμεση φορολογία (ΦΠΑ, ΦΑΠ, κάθε μορφής φόροι και
εισφορές, δασμοί, δημοτικά τέλη, κ.λπ).
β) Αμοιβές από την παροχή κοινωνικών
υπηρεσιών: Τα έσοδα από τις παροχές κοινωνικών υπηρεσιών όπου αυτές
χρεώνονται και από πώληση κρατικών υπηρεσιών, όπως είναι η εκμετάλλευση της
δημόσιας περιουσίας, οι συμμετοχές και οι χρεώσεις σε υπηρεσίες υγείας, κλπ.
γ) Κρατικός ή άλλος Δανεισμός: Ο δανεισμός
μπορεί να έχει την μορφή κρατικού δανεισμού, τραπεζικού, η με την μορφή
ομολόγων, με εγγυητή συνήθως το Δημόσιο, στο βαθμό που υπάρχει άνοιγμα το οποίο
δεν μπορούν να πληρώσουν οι άλλες δύο μορφές χρηματοδότησης.
Εδώ
ακριβώς ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα για την βιωσιμότητα των κοινωνικών
παροχών. Γιατί και σε πιο βαθμό το κόστος χρηματοδότησης των αγαθών και
υπηρεσιών που παρέχει το κράτος να το επιφορτίζεται ο χρήστης (αυτός που
απολαμβάνει τις παροχές) ή αναλογικά με τις οικονομικές δυνατότητες ενός εκάστου
η κοινωνία ως σύνολο.
Δηλαδή
όπως στα αγαθά που παράγει ο ιδιωτικός τομέας υπάρχει κάποιο στοιχείο
κοινωνικού οφέλους ή κοινωνικού κόστους, έτσι και στα αγαθά που παρέχονται από
το κράτος υπάρχει κάποιο ιδιωτικό όφελος σε αυτούς που τα καταναλώνουν, άρα θα
έπρεπε αφού ωφελούνται περισσότερο από τους άλλους που δεν τα καταναλώνουν να
επιβαρύνονται και περισσότερο.
Ο
αντίλογος πάνω στον οποίο στηρίχθηκε το κοινωνικό κράτος είναι ότι πρέπει να
κατανέμει τα δημόσια αγαθά όχι με βάση την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά
με βάση τις ανάγκες τους. Επίσης, πρέπει να κατανέμει το κόστος των παρεχόμενων
υπηρεσιών όχι με βάση το όφελος που αποκτούν οι πολίτες από την παροχή τους
αλλά με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα.
Κοινωνική
ασφάλιση.
Η
κοινωνική ασφάλιση και ο χαρακτήρας της, εξαρτάται από τη φιλοσοφία του
ασφαλιστικού συστήματος, την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα λειτουργίας
του. Υπάρχουν δύο σημαντικά ζητήματα για την αποτελεσματικότητα και την
ανταποδοτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης:
α) Κεφαλαιοποιητικό έναντι στατικά διανεμητικού συστήματος: στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα το
κόστος των παροχών της κοινωνικής ασφάλισης καλύπτεται από ένα αποθεματικό το
οποίο σχηματίζεται από τις εισφορές που συγκεντρώνονται από τα προηγούμενα
χρόνια. Με το κεφαλαιοποιητικό
σύστημα οι παροχές προς τους συνταξιούχους χρηματοδοτούνται από τις δικές τους
συσσωρευμένες εισφορές στο βάθος του χρόνου.
Στο στατικά διανεμητικό
σύστημα, το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης καλύπτεται κυρίως από τα τρέχοντα
έσοδα, δηλαδή από έσοδα που συγκεντρώθηκαν το έτος που δίνονται οι παροχές. Με
το στατικά διανεμητικό η χρηματοδότηση καλύπτεται από τις εισφορές της επόμενης
γενιάς εργαζομένων.
β) Κρατική επιχορήγηση έναντι εισφορών: οι βασικές πηγές
χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης είναι η κρατική επιχορήγηση και οι
εισφορές. Η κρατική επιχορήγηση
προέρχεται είτε από τα φορολογικά έσοδα είτε από ειδικούς φόρους ειδικής για
αυτό το σκοπό. Το βασικό πλεονέκτημα της κρατικής επιχορήγησης είναι ότι
προέρχεται από έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού στα οποία έχουν συμβάλει όλες
οι εισοδηματικές τάξεις, και έτσι, εφόσον βεβαίως το φορολογικό σύστημα είναι
αναλογικό λειτουργεί εξισορροπητικά μια βασική διαδικασία κοινωνικής
αναδιανομής. Επίσης παρέχεται η δυνατότητα στο κράτος να χρηματοδοτήσει
διάφορες δραστηριότητες ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν και τις
προτεραιότητες που έχουν τεθεί.
Οι εισφορές καταβάλλονται από τους
εργαζόμενους και τους εργοδότες υποχρεωτικά. Οι εισφορές επιβαρύνουν αποκλειστικά
το εισόδημα από την εργασία. Το βασικό πλεονέκτημα των εισφορών, είναι ότι δημιουργούν
τις προϋποθέσεις για ένα ορθολογικό σύστημα με οικονομική πειθαρχία, αφού δεν αναλαμβάνονται προγράμματα
αν δεν έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή τους, αλλά και η ανταποδοτικότητά
τους σε σχέση με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί.
Τέσσερις
είναι οι αιτίες της αύξησης των κοινωνικών δαπανών:
α) η αύξηση του σχετικού κόστους των κοινωνικών
υπηρεσιών. Το κόστος τους αυξάνεται ταχύτερα σε σχέση με το
μέσο κόστος ζωής, και απαιτείται υψηλότερο επίπεδο δαπανών κάθε χρόνο, ώστε να
συντηρηθεί το επίπεδο των κοινωνικών παροχών. Αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος στο
πληθωρισμό, κυρίως όμως στο ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι γενικά
δραστηριότητες εντάσεως εργασίας. Η ποιότητα και το εύρος των κοινωνικών
υπηρεσιών εξαρτάται από το αριθμό και την ποιότητα του ειδικού ανθρώπινου
δυναμικού που απασχολείται σε αυτές: π.χ., καλύτερες υπηρεσίες υγείας
προσφέρονται όταν υπάρχουν περισσότεροι γιατροί ανά ασθενή, καλύτερες υπηρεσίες
παιδείας όταν υπάρχουν περισσότεροι δάσκαλοι ανά μαθητή.
β) οι
πληθυσμιακές μεταβολές. Ο παράγων αυτός αύξησης του κόστους αναφέρεται τόσο
στην αύξηση του πληθυσμού, όσο και στην αλλαγή της δημογραφικής δομής του
πληθυσμού, με την αύξηση του μέσου όρου ζωής, τη μείωση της παιδικής
θνησιμότητας, κλπ. Αυξάνεται συνεχώς ο κόσμος που κάνει χρήση των κοινωνικών
υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους.
γ) οι
νέες, βελτιωμένες υπηρεσίες. Το κόστος αυξάνεται επίσης διότι αφ΄ενός περισσότερες
ομάδες του πληθυσμού γίνονται δικαιούχοι κοινωνικών παροχών, εφ΄ ετέρου
γίνονται βελτιώσεις
στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Έτσι αυξάνεται σημαντικά το κατά
κεφαλή κόστος, με αποτέλεσμα τη συνολική αύξηση κόστους των παρεχομένων
υπηρεσιών
δ) οι
διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες. χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η αύξηση
της ανεργίας και κατά συνέπεια η ανάγκη αύξησης των επιδομάτων και η αύξηση της
φτώχειας και των ατόμων που έχουν ανάγκη των προβλέψεων κοινωνικής πρόνοιας.
Το
κόστος του κοινωνικού κράτους μεγάλωσε και για δύο ακόμα δευτερεύοντες αλλά
σημαντικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αυξήθηκε το λειτουργικό κόστος του
λόγω της αύξησης της κοινωνικής κατηγορίας των δημοσίων υπαλλήλων και του
διοικητικού μηχανισμού του κράτους. Ο δεύτερος είναι ότι η κομματικοποίηση του κράτους, και η
πελατειακή σχέση που αναπτύχθηκε με τους ψηφοφόρους, που οδήγησαν στην
ευνοιοκρατική διάθεση των κοινωνικών
παροχών με βάση την κομματική ταυτότητα και τα πελατειακά συμφέροντα.
Η συνταξιοδοτική πολιτική.
Διακρίνουμε
τρία κυρίαρχα είδη συνταξιοδοτικών συστημάτων:
α) το φιλελεύθερο: δίνει κύριο ρόλο στην αγορά
και στην οικογένεια, κρατά σχετικά μειωμένο το ρυθμιστικό-παρεμβατικό ρόλο του
κράτους, το οποίο λειτουργεί κυρίως ως προστατευτικός κλοιός ασφαλείας για
όσους δεν έχουν σύνταξη (Θα λέγαμε ότι το μοντέλο αυτό συναντήθηκε περισσότερο
στη Βρετανία και την Ιρλανδία).
β) το συντηρητικό: δίνει σημασία στην
ανταμοιβή της παραγωγικότητας του εργαζόμενου, της αναγνώρισης των προσόντων
του και της επίδοσης στην εργασία του. Ο ρόλος του κράτους εδώ είναι να
διασφαλίζει την αντικατάσταση του εισοδήματος (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο,
Ιταλία, Ισπανία).
γ) το σοσιαλδημοκρατικό: χαρακτηρίζεται ως
θεσμικό/αναδιανεμητικό, δηλαδή από καθολική κάλυψη στον πληθυσμό, με συντάξεις
πλήρεις προς όλους (Ολλανδία, Γαλλία).
Το
ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα: τοποθετείται μάλλον εγγύτερα στο
δεύτερο μοντέλο. Η πλειοψηφία των φορέων (π.χ. το ΙΚΑ) εφαρμόζουν σύστημα
στατικά διανεμητικό, στο οποίο οι παροχές συνδέονται με την απασχόληση και το
ύψος των αποδοχών. Παράλληλα όμως, ένας μικρός αριθμός φορέων όπως ο ΟΓΑ
ακολουθεί το σύστημα των παροχών που συνδέεται με την καθολική κάλυψη του
πληθυσμού.
Κράτος, εργασιακές σχέσεις
και κοινωνική πολιτική.
Ορίζουμε
ως εργασιακές σχέσεις το σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ της
εργατικής δύναμης, των εργοδοτών και των ειδικευμένων υπηρεσιών και θεσμών του
κράτους.
Το
κοινωνικό κράτος παρεμβαίνει στις εργασιακές σχέσεις, έχοντας τρεις βασικές
παραδοχές.
α) για
να λειτουργήσει ομαλά η αγορά εργασίας απαιτείται ένα ελάχιστο ρυθμίσεων και
κοινωνικών θεσμών, όπως οργανώνονται και εξελίσσονται μεταξύ των συλλογικών
υποκειμένων και του κράτους. Οι εργασιακές ρυθμίσεις δεν είναι ατομικές
ρυθμίσεις (μεταξύ ατομικού εργοδότη και ατομικού εργαζόμενου), αλλά θεσμικές
ρυθμίσεις οργάνωσης και λειτουργίας συνολικά του οικονομικού περιβάλλοντος.
β) Η
διευθέτηση του θεμελιώδους προβλήματος της κοινωνίας, δηλαδή του τρόπου
κατανομής της εργασίας στην παραγωγή και της διανομής του παραχθέντος προϊόντος
μέσω της κυριαρχίας της ελεύθερης αγοράς εργασίας, συνίσταται στην υιοθέτηση
μιας «αναλογίας» ρύθμισης και κοινωνικής αλληλεγγύηγς από τη μια πλευρά και
ανταγωνισμού και laissez-faire των ατομικών συμφερόντων ή των ομάδων
συμφερόντων από την άλλη. Η ρύθμιση αυτή καλύπτει τους κανόνες και τους θεσμούς
της συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της
κοινωνικής πολιτικής που συναρτάται με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας
(κοινωνικές ασφαλίσεις, επιδόματα ανεργίας, κλπ)
γ) Οι
οικονομικές κρίσεις αποτελούν συνήθως τον καταλυτικό παράγοντα για την ανατροπή
αυτής της «αναλογίας». Οι οικονομικές κρίσεις λειτουργούν ή χρησιμοποιούνται ως
αφορμή για την επέλαση του ανταγωνισμού της αγοράς, που απορυθμίζει συνολικά
τις συνθήκες και τους όρους λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων. Το κοινωνικό
κράτος, ως βασικός παράγων ρύθμισης και απονομής της κοινωνικής αλληλεγγύης
συρρικνώνεται και αμφισβητείται.
Ετσι,
ειδικότερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης ο ρόλος του κοινωνικού κράτους στη
ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είναι πολύ σημαντικός, όμως ταυτόχρονα αποτελεί
και το επίδικο αντικείμενο μιας «σκληρής» πολιτικής διαπάλης αντικρουόμενων
κοινωνικών συμφερόντων.
Η στεγαστική πολιτική στις
χώρες της Ε.Ε. και στην Ελλάδα
Η
ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας στη μεταπολεμική περίοδο επέτεινε την εμπλοκή των
δημοσίων φορέων στη στέγαση. Η κρατική παρέμβαση στη στέγαση υπήρξε μια από τις
βασικές συνιστώσες της κοινωνικής πολιτικής, η οποία μπορεί να ομαδοποιηθεί
στις εξής μορφές:
α) έμμεσες μορφές παρέμβασης μέσω
παράλληλων πολιτικών (πολιτική επεκτάσεων, πολιτική γης, πολιτική μεταφορών,
κλπ),
β) κανονιστικές ρυθμίσεις (π.χ. πρότυπα
χαρακτηριστικών για τις παραγόμενες κατοικίες, έλεγχοι στα ενοίκια, κ.λπ),
γ) επιδοτήσεις διαφόρων μορφών (πιστώσεις,
φορολογικές απαλλαγές, επιχορηγήσεις, κ.λπ) προς τον ιδιωτικό τομέα, είτε στο
επίπεδο της παραγωγής (οικοδομικές επιχειρήσεις) είτε στο επίπεδο της
κατανάλωσης (ενισχύσεις προς τους χρήστες-ενοικιαστές των κατοικιών), δ) άμεση
κατασκευαστική δραστηριότητα με στόχο την παροχή ιδιόκτητης στέγης ή ενοικίασης
με τιμές που δεν υπόκεινται στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς.
Η
βασική αιτία της σχετικά εκτεταμένης παρέμβασης του κράτους στη στέγαση /
κατοικία είναι η αδυναμία της αγοράς να παράσχει ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο
στέγασης.
Οι
στεγαστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις χώρες της Ευρώπης χωρίζονται σε
τρία κυρίως μοντέλα.
Τα συγκεντρωτικά μοντέλα: είναι
αυτά στα οποία η στεγαστική πολιτική προσδιορίζεται σε κεντρικό επίπεδο και οι
όποιες αρμοδιότητες ανατίθενται σε γεωγραφικά ενδιάμεσους φορείς είναι
περιορισμένες και αφορούν μόνον την εφαρμογή της πολιτικής (Πορτογαλία, Ελλάδα,
Ιρλανδία, Γαλλία).
Τα ημι-αποκεντρωμένα μοντέλα: είναι αυτά στα οποία παρατηρείται ένας καταμερισμός
αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους και περιφερειών, όπου οι τελευταίες έχουν
διάφορους βαθμούς αυτονομίας σε θέματα πολιτικά, διοικητικά, φορολογικά και
προϋπολογισμού (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία).
Τα αποκεντρωμένα μοντέλα: είναι αυτά στα
οποία το κεντρικό κράτος διατηρεί πολύ μικρές αρμοδιότητες, ενώ οι περιφέρειες
διαθέτουν ένα συνολικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Η περίπτωση αυτή
είναι εξαίρεση και απαντάται σε περιπτώσεις χωρών με έντονες εσωτερικές
πολιτικές ή γλωσσικές διαφοροποιήσεις, όπως το Βέλγιο.
Δαπάνες υγείας
Το
κοινωνικό κράτος είναι συνυφασμένο με την ανάπτυξη κρατικών πολιτικών υγείας
και συνακόλουθα τους έντονους ρυθμούς ανάπτυξης των υγεινομικών δαπανών. Η
σημαντική αύξηση των δαπανών υγείας διαχρονικά συν΄δεονται με τους εξής
παράγοντες:
α) τη
δημογραφική γήρανση του πληθυσμού,
β) τη
μεταβολή στην παραγωγή των υπηρεσιών υγείας από εντάσεως ιατρικής φροντίδας σε
διαγνωστική τεχνολογική εξάρτηση,
γ) τη
μεταβολή του επιδημιολογικού φάσματος από χρόνιες λοιμώξεις σε νεοπλάσματα κια
καρδιοαγγειακές παθήσεις (αλλάγή προτύπου ασθενειών), την επέκταση της
ασφαλιστικής κάλυψης,
δ) την
ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας.
Η
ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους είναι όμως συνυφασμένη και με το πεδίο των
«προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών». Πρόκειται για ένα σύνολο υπηρεσιών, κρατικών
και τοπικών, οι οποίες στοχεύουν στην εξατομικευμένη φροντίδα και κάλυψη
αναγκών. Οι κοινωνικές υπηρεσίες αυτού του τύπου έχουν το στοιχείο του
«προσωπικού» γιατί αφορούν την παροχή εξατομικευμένης φροντίδας. Στο ευρύ φάσμα
τους εντάσσονται υπηρεσίες που αφορούν την παιδική μέριμνα και προστασία, την
τρίτη ηλικία, την οικογένεια, τα άτομα με αναπηρίες, τους ανθρώπους προς
κοινωνική επανένταξη (όπως οι χρήστες ναρκωτικών) αλλά και υπηρεσίες που
στοχεύουν στην ανάπτυξη και διάχυση της πληροφόρησης και των συμβουλευτικών
διαδικασιών (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, κλπ).
Παραδοσιακά,
οι κύριοι φορείς της φροντίδας προς τις παραπάνω κατηγορίες ήταν η οικογένεια,
καθώς και τοπικά κοινωνικά δίκτυα (εκκλησία, σύλλογοι φιλανθρωπίας, κλπ), με
κυρίαρχο το ρόλο των γυναικών.
Η
θεσμοποίηση της κρατικής παρέμβασης και της ανάπτυξης κρατικών πολιτικών είναι
διαδικασία άμεσα συνδεδεμένη με την εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, αλλά και με
τη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών καπιταλιστικών σχέσεων.
Τοπικές πολιτικές και
ανάπτυξη του τοπικού κράτους.
Η
ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στη μεταπολεμική περίοδο συμβαδίζει με την
ανάπτυξη κοινωνικών λειτουργιών παροχής υπηρεσιών από την τοπική αυτοδιοίκηση
και τους τοπικούς θεσμούς. Η ανάπτυξη του «τοπικού κράτους» αποτελεί δομική
έκφραση του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας. Η συγκριτική ανάλυση
του κοινωνικού κράτους και της σχέσης του με το τοπικό κράτος έχει διαμορφώσει
τρεις βασικούς τύπους συστημάτων κοινωνικής πολιτικής.
Ο
πρώτος αναφέρεται σε κοινωνίες που ήδη από τον 19ο αιώνα είχαν θεσμικά
κατοχυρωμένες αρμοδιότητες στο τοπικό επίπεδο, μακρά παράδοση στην άσκηση
κοινωνικών πολιτικών από την τοπική αυτοδιοίκηση και χαμηλό βαθμό διοικητικού
ελέγχου και εποπτείας από το κεντρικό κράτος. Παράδειγμα, η Αγγλία και η
Σουηδία.
Ο
δεύτερος τύπος αναφέρεται σε συστήματα κοινωνικής πολιτικής που διαμορφώνονται
σε κοινωνίες με παράδοση σε συγκεντρωτικά συστήματα διοίκησης, με ισχυρό
εποπτικό έλεγχο του τοπικού κράτους από το κεντρικό και με έντονες πολιτικές
σχέσεις μεταξύ εθνικών και τοπικών ελίτ. Παράδειγμα η Γαλλία, η Ιταλία, η
Ισπανία.
Ο
τρίτος τύπος αφορά στην ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής πολιτικής σε κοινωνίες
που μετακινούνται από ένα συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου και διοικητικής
εποπτείας των τοπικών θεσμών προς την κατεύθυνση της αποδυνάμωσης του διοικητικού
ελέγχου και της αναβάθμισης του ρόλου του τοπικού κράτους. Παράδειγμα η Δανία
και η Νορβηγία.
Θα
διακρίνουμε τέσσερα θεωρητικά ρεύματα που αναλύουν τη σχέση κεντρικού και
τοπικού κράτους, ειδικότερα στην άσκηση πολιτικών ανάπτυξης και αναδιανομής:
Το πρώτο
ρεύμα αναφέρεται σε θεσμικο-διοικητικές και πολιτικές
προσεγγίσεις στην παράδοση της δημόσιας διοίκησης. Οι προσεγγίσεις αυτές δίνουν
έμφαση στις αξίες που ενσωματώνουν οι τοπικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί:
δημοκρατία, πολιτική νομιμοποίηση, άμεσος έλεγχος και άμεση άσκηση από τους πολίτες
της τοπικής εξουσίας. Υποστηρίζεται σχετικά, ότι εξασφαλίζεται ουσιαστική
πολιτική νομιμοποίηση στο επίπεδο του τοπικού κράτους, αλλά και
αποτελεσματικότερη και δικαιότερη παροχή υπηρεσιών για τις κοινωνικές ανάγκες.
Το δεύτερο
ρεύμα αναφέρεται στις νεοφιλελεύθερες απόψεις και στη δημόσια
επιλογή. Κεντρική αφετηρία του είναι ότι ο βασικός μηχανισμός για τη
διανομή των αγαθών είναι η αγορά. Η υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα και η
κρατική γραφειοκρατία είναι προϊόντα του κομματικού ανταγωνισμού για την
εκλογική πελατεία. Συνεπώς υποστηρίζουν το στόχο της απορύθμισης μέρους των
κρατικών λειτουργιών και της ιδιωτικοποίησης άλλων με στόχο την απελευθέρωση
των αγορών και τη δυνατότητα επιλογής των «καταναλωτών».
Το τρίτο
ρεύμα αναφέρεται στη δυαδική-πλουραλιστική προσέγγιση για το τοπικό
κράτος. Υποστηρίζεται ότι στις σύγχρονες κοινωνίες οι λειτουργίες παραγωγής και
κατανάλωσης τείνουν να διαχωριστούν στο χώρο (κεντρικό-τοπικό), με ένα είδος
καταμερισμού ρόλων. Το μεν κεντρικό κράτος αποφασίζει για ζητήματα παραγωγής
(π.χ. εργασιακές σχέσεις, δημοσιονομική πολιτική, κλπ) ενώ το τοπικό κράτος για
ζητήματα κατανάλωσης (π.χ. πολιτικές εκπαίδευσης, στέγασης, κοινωνικές
υπηρεσίες, κλπ). Υποστηρίζεται παράλληλα, η σχετική «αυτονομία» του τοπικού
κράτους, το οποίο προσεγγίζεται ως ένα ιδιαίτερο πεδίο συνάρθρωσης (τοπικών)
ανταγωνιστικών συμφερόντων.
Το
τέταρτο
ρεύμα αναφέρεται στις εργαλειακές και λειτουργιστικές προσεγγίσεις
για το τοπικό κράτος. Το τοπικό κράτος προσδιορίζεται ως δομικό στοιχείο του
κεντρικού κράτους, που όχι μόνο δεν διαθέτει σχετική αυτονομία, αλλά λειτουργεί
ως μεσολαβητής για να εκπληρώνει τους σκοπούς κεφαλαιακής συσσώρευσης που του
ανατίθενται από το κεντρικό κράτος.
Τα Δίκτυα
αυτά, όπως και το Δίκτυο ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό δεν
έχουν τα προσόντα της οριζόντιας και πλήρους εφαρμογής που έχει, για
παράδειγμα, το εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Παράγουν όμως απτά
θετικά αποτελέσματα που αξίζει να διατηρηθούν και να ολοκληρωθούν γιατί μπορεί
να συμβάλουν στην παράλληλη αντιμετώπιση των δύο κύριων προβλημάτων κάθε
σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνίας: Αφενός μεν του φαινομένου της φτώχειας και του
κοινωνικού αποκλεισμού, αφετέρου δε της ανεργίας. Και αυτό σε τοπικό,
συγκεκριμένο και άμεσα ελέγξιμο επίπεδο.
Στέλιος Φενέκος