Η ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΣΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Με κραυγές ενθουσιασμού έγινε αποδεκτή από όλους τους εμπλεκόμενους πολιτικούς καθ' οιονδήποτε τρόπο, η άρση της ασυλίας των προστατευόμενων μαρτύρων, με την απόφαση μίας δικαστικής λειτουργού, της επίκουρου Εισαγγελέως οικονομικού εγκλήματος, όπως προβλέφθηκε από την τροπολογία στο νόμο μερικούς μήνες πριν.
Και αναρωτιέται εύλογα ο οιοσδήποτε:
Επιδιώχθηκε επί 6 ολόκληρα χρόνια να βρεθούν και άλλοι μάρτυρες που να επιβεβαιώνουν ή όχι τις καταγγελίες ή απλά οι έρευνες επικεντρώθηκαν στο εάν οι καταγγελίες που έγιναν στοιχειοθετούνται μόνο από τα υπάρχοντα διατιθέμενα στοιχεία, απλά και μόνο για να εξετασθεί η αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων;
ΟΔΗΓΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Αλλά ας δούμε τι προβλέπεται από τις οδηγίες της ΕΕ για τον θεσμό των προστατευομένων μαρτύρων αλλά και από άλλες χώρες με μεγαλύτερη εμπειρία στο θεσμό αυτό από την δική μας.
Η ΕΕ εξέδωσε την Οδηγία 2019/1937 (γνωστή και ως Οδηγία για τους Whistleblowers), για την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις της νομοθεσίας της Ένωσης.
Προθεσμία για την ενσωμάτωση της στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών ήταν η 17η Δεκεμβρίου 2021.
Κάθε κράτος-μέλος έχει την ευχέρεια να προσαρμόσει τις διαδικασίες σύμφωνα με το νομικό του σύστημα, αλλά η Οδηγία θέτει τις βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθούνται για την ενίσχυση της προστασίας των μαρτύρων.
Η Οδηγία απαιτεί από τους οργανισμούς, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, να διαθέτουν ασφαλή και εμπιστευτικά κανάλια καταγγελίας. Οι εταιρείες με περισσότερους από 50 εργαζόμενους και οι δημόσιοι οργανισμοί υποχρεούνται να δημιουργήσουν εσωτερικά συστήματα υποβολής καταγγελιών.
Επιπλέον, τα κράτη-μέλη οφείλουν να παρέχουν εξωτερικά κανάλια καταγγελιών, τα οποία θα επιτρέπουν στους whistleblowers να απευθυνθούν σε ανεξάρτητες αρχές, αν δεν αισθάνονται ασφαλείς να υποβάλουν την καταγγελία εσωτερικά.
Η Οδηγία απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή αντιποίνων κατά αυτών που καταγγέλλουν, όπως απόλυση, μείωση μισθού, αλλαγή θέσης εργασίας, εκφοβισμό ή άλλες αρνητικές συνέπειες. Οι καταγγέλλοντες έχουν δικαίωμα σε προστασία από αντίποινα, ανεξάρτητα από το αν η καταγγελία έγινε εσωτερικά ή εξωτερικά. Εάν μάλιστα υποστούν σε αντίποινα, μπορούν να ζητήσουν δικαστική αποκατάσταση και αποζημίωση (σύμφωνα βέβαια και με την εθνική νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους).
Επίσης παρέχεται προστασία και σε όσους βοηθούν τους καταγγέλλοντες, όπως συναδέλφους ή συγγενείς, καθώς και σε οργανισμούς που συνεργάζονται με τους whistleblowers.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Για να τύχουν προστασίας οι καταγγέλοντες, οι καταγγελίες τους πρέπει να γίνονται καλή τη πίστει και να σχετίζονται με ζητήματα δημοσίου συμφέροντος.
Οι καταγγέλλοντες δεν είναι υποχρεωμένοι να έχουν αποδείξεις για να προχωρήσουν στην αναφορά.
Επιπλέον, προστατεύονται ακόμα και οι καταγγέλλοντες που επιλέγουν να δημοσιοποιήσουν τις καταγγελίες τους στα ΜΜΕ, εφόσον έχουν εξαντλήσει τα εσωτερικά και εξωτερικά κανάλια καταγγελιών ή αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που καθιστούν τη δημόσια καταγγελία αναγκαία.
Ειδικά όταν η μαρτυρία αφορά σοβαρές παραβιάσεις ή εγκληματικές ενέργειες, οι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να καταθέσουν διατηρώντας την ανωνυμία τους, για να μη τεθούν οι ίδιοι σε κίνδυνο είτε για να προφυλαχθεί το δημόσιο συμφέρον από προσπάθεια των κατηγορουμένων να διαστρεβλώσουν, να καλύψουν ή να καταστρέψουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Η ταυτότητα του μάρτυρα διατηρείται εμπιστευτική, και η αποκάλυψή της επιτρέπεται μόνο αν είναι απαραίτητο για τη διεξαγωγή της δίκης ή αν το ζητήσει ο ίδιος ο μάρτυρας.
Στην περίπτωση που είναι αναγκαία η αποκάλυψη της ταυτότητας του μάρτυρα, το δικαστήριο λαμβάνει μέτρα για την προστασία του, όπως περιορισμένη πρόσβαση στις πληροφορίες ή έκδοση εντολών προστασίας.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Οι μάρτυρες μπορούν να καταθέσουν μέσω εναλλακτικών μέσων, όπως τηλεδιάσκεψης ή κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV), για να αποφευχθεί η απευθείας επαφή με τον εναγόμενο ή άλλα εμπλεκόμενα μέρη που θα μπορούσαν να τους επηρεάσουν ή να τους εκφοβίσουν.
Η χρήση τέτοιων μέσων εγκρίνεται από το δικαστήριο για την προστασία της ασφάλειας και της ψυχολογικής ευημερίας του μάρτυρα. Οι whistleblowers έχουν το δικαίωμα υποστήριξης από ψυχολόγους ή νομικούς συμβούλους κατά την κατάθεσή τους. Η συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη θεωρείται κρίσιμη, ειδικά αν ο μάρτυρας καταθέτει σε υποθέσεις που αφορούν σοβαρά εγκλήματα ή διαφθορά.
Αν ο προστατευόμενος μάρτυρας είναι ανήλικος ή ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, εφαρμόζονται επιπλέον μέτρα προστασίας, όπως κατάθεση μέσω ειδικών παιδαγωγών ή ψυχολόγων, για να μειωθεί η συναισθηματική ένταση και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της μαρτυρίας.
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, η απόφαση για την άρση της προστασίας ενός προστατευόμενου μάρτυρα δεν λαμβάνεται μονομερώς από έναν μόνο εισαγγελέα ή δικαστικό λειτουργό, όπως π.χ. από έναν επικουρικό εισαγγελέα οικονομικών εγκλημάτων (όπως έγινε στην συγκεκριμένη περίπτωση).
Αντίθετα, η απόφαση συνήθως απαιτεί αξιολόγηση από ανώτερα δικαστικά ή εξειδικευμένα όργανα με συλλογική σύνθεση, για λόγους διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων του μάρτυρα (π.χ. δικαστήρια εργασίας, ειδικά συμβούλια ή επιτροπές εντός των δικαστικών αρχών αποτελούμενα από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς, Αρχές Διαφάνειας & Καταπολέμησης της Διαφθοράς, κλπ και επίσης λαμβάνουν υπόψη εκθέσεις από ανεξάρτητες αρχές ή επιτροπές και απαιτούν επισταμένη διαβούλευση και ανάλυση πριν από οποιαδήποτε απόφαση άρσης της ασυλίας).
Η απόφαση από έναν μόνο εισαγγελέα για την άρση της προστασίας του μάρτυρα εκτιμάται ως ανεπαρκής και επικίνδυνη για τον ίδιο τον δικαστικό λειτουργό (μπορεί να υποστεί πιέσεις, εκβιασμούς και να απειληθεί η ίδια του η ζωή), αλλά επίσης και για τα δικαιώματα του καταγγέλλοντα, καθώς δεν παρέχει τις εγγυήσεις αμεροληψίας και διαφάνειας που διασφαλίζονται εν πολλοίς από πολυμελή δικαστικά όργανα.
Σημαντικότατο επίσης είναι, ότι σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υιοθετήσει την ευρωπαϊκή οδηγία, ο προστατευόμενος μάρτυρας μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης για την άρση της προστασίας του.
Αυτό γίνεται σε ανώτερα δικαστικά επίπεδα, διασφαλίζοντας ότι η άρση αφενός δεν αποφασίζεται αβασάνιστα ή από έναν μόνο εισαγγελικό λειτουργό αλλά και ότι η άρση της ασυλίας και η αποκάλυψη των ονομάτων θα γίνει αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα που έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί ο μάρτυρας εναντίον της απόφασης άρσης.
Συνεπώς, στα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα υπάρχει σαφής προτίμηση σε συλλογικές διαδικασίες για την απόφαση άρσης της προστασίας των whistleblowers, ενισχύοντας τη νομική τους προστασία και διασφαλίζοντας την αμεροληψία της απόφασης.
Και το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε και στην χώρα μας εάν θέλουμε να έχουμε ένα αποτελεσματικό και πλέον αδιάβλητο δικαστικό σύστημα.